Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὸ ἀμφοτερόπλουν

См. также в других словарях:

  • ἀμφοτερόπλουν — ἀμφοτερόπλοος navigable on both sides masc/fem acc sg ἀμφοτερόπλοος navigable on both sides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφοτερόπλους — ἀμφοτερόπλους, ουν (Α) 1. αυτός που είναι πλευστός και από τα δύο μέρη (π. χ. ο ισθμός) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφοτερόπλουν ναυτοδάνειο που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου αλλά και για την επάνοδο του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»